- προσσυνοικίζω
- Α1. βάζω κάποιον ακόμη να κατοικήσει κάπου2. (σχετικά με κόρη) δίνω σε γάμο, παντρεύω3. παθ. προσσυνοικίζομαιμτφ. (για την ψυχή) βρίσκομαι κάπου μαζί με άλλους («χώραν ταῑς προσσυνοικιζομέναις [ψυχαῑς] παρέχουσιν», Μάρκ. Αυρ.).
Dictionary of Greek. 2013.